-
1 ἐπίγνωσις
ἐπίγνωσις, εως, ἡ (s. γνῶσις and prec. entry; Philo Mech. 59, 2; Polyb. 3, 7, 6; 3, 31, 4; Diod S 3, 38, 2; Epict. 2, 20, 21; Plut., Mor. 1145a; Herodian 7, 6, 7; pap [Mayser 438; UPZ 118, 16: 136 B.C.?; BGU 1873, 20f; PTebt 28, 11: c. 114 B.C.]; LXX, EpArist, Philo, Just., Tat.; καιρῶν ἐ. Did., Gen. 195, 28) knowledge, recognition in our lit. limited to transcendent and moral matters (Hierocles 22 p. 467). W. gen. of the thing known (Diod S 3, 56, 5 τῶν ἄστρων ἐ.) δόξης ὀνόματος αὐτοῦ 1 Cl 59:2 (here ἀγνωσία as contrast to ἐπίγν.). (τῆς) ἀληθείας a knowledge of the truth (Epict. 2, 20, 21; Philo, Omn. Pr. L. 74; τοῦ ἀληθοῦς Just., D. 3, 4.—MDibelius, Ἐπίγνωσις ἀληθείας: GHeinrici Festschr. 1914, 178–89) 1 Ti 2:4; 2 Ti 2:25; 3:7; Tit 1:1; Hb 10:26 (for the expr. εἰς ἐπίγνωσιν ἔρχεσθαι in 1 Ti 2:4; 2 Ti 3:7 cp. 2 Macc 9:11). ἁμαρτίας consciousness of sin Ro 3:20. τοῦ μυστηρίου τ. θεοῦ Col 2:2. τοῦ θελήματος αὐτοῦ 1:9. παντὸς ἀγαθοῦ Phlm 6 (cp. Herm. Wr. 3, 3b ἀγαθῶν ἐ.; EpArist 139; ἐ. τοῦ καλοῦ Did., Gen. 72, 17). W. gen. of the pers. known ἐ. τοῦ θεοῦ knowledge of God (Pr 2:5; Hos 4:1; Just., A II, 10, 6; Tat. 13, 1) Col 1:10; 2 Pt 1:2; cp. Eph 1:17; 2 Pt 1:3; Dg 10:1. Also ἡ περί σου ἐ. MPol 14:1; ἐ. τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ Eph 4:13; cp. 2 Pt 1:8; 2:20. Knowledge of God and Christ 2 Pt 1:2; but legal terminology may be reflected here (=cognitio, cp. PTebt 28, 11 πρὸς τὸ μὴ ἕκαστα ὑπʼ ἐπίγνωσιν ἀχθῆναι [114 B.C.]; SIG 826d, 16f). Abs. (cp. Hos 4:6) θεὸν ἔχειν ἐν ἐ. to recognize God Ro 1:28; (w. αἴσθησις) Phil 1:9; ἀνακαινούμενος εἰς ἐ. renewed in knowledge Col 3:10. κατʼ ἐπίγνωσιν in accordance w. (real) knowledge Ro 10:2.—DELG s.v. γιγνώσκω. M-M. TW. -
2 παρατρέπω
Aπαρέτραπον Hes. Th. 103
:—[voice] Med. (v. infr.):— [voice] Pass., [tense] aor. 2παρετράπην App.Mith.1
:—turn aside, off, or away,παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους ἐκτὸς ὁδοῦ Il. 23.423
, cf. 398; Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός pushed it from our heads, Pi.I.8(7).11 ; ποταμὸν π. divert a river from its channel, Hdt.7.128, cf. 130 ;π. ἄλλῃ τὸ ὕδωρ Th.1.109
, cf. Pl.Lg. 736b; [τὸ ὕδωρ] παρατρέψαι τοῦ εἴδους Phi lostr.Im.1.23:—[voice] Med. and [voice] Pass.,- τραπόμενος τοῦ λόγου X.Oec.12.17
;ἔξω τοῦ βελτίστου D.C.Fr.83.1
;ἐκ τοῦ νοῦ παρετράπη Paus.4.4.8
; παρατρεπόμενος εἰς Τένεδον turning aside to.., X.HG5.1.6.2 turn one from his opinion, change his mind,ταχέως δὲ παρέτραπε δῶρα θεάων Hes. Th. 103
; τινὰ ἐπέεσσι π. A.R.3.902 :—[voice] Med., Theoc.22.151 :— [voice] Pass.,π. παρὰ τὸ δίκαιον ὑπὸ δώρων Pl.Lg. 885d
; λοιβῇ τε οἴνου κνίσῃ τε ib. 906e.3 of things, π. λόγον pervert, falsify a story, Hdt.3.2;π. τὸν λόγον ἔξω τοῦ ἀληθοῦς D.H.6.75
.4 generally, alter: revoke a decree, Hdt.7.16.γ ; π. ἐμμέλειαν Ael.NA2.11
;π. ὄνομα D.Chr. 12.67
, cf. App.Mith.1 ([voice] Pass.).7 π. τὰς κράσεις, of air in epidemics, Aët.5.94 :—[voice] Pass., of wine, turn sour, Gp. 2.47.5.8 [voice] Pass., π. εἴς τινα have dealings with, PMasp. 295 iii 7 (vi A. D.).—Cf. παρατροπέω, παρατρωπάω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατρέπω
-
3 κρατεω
(impf. iter. κρατέ(ε)σκον, дор. part. aor. κρατήσαις)1) быть мощным, обладать силой(μέγα κρατέων ἤνασσεν, sc. Ἀχιλλεύς Hom.)
ὅταν μάλιστα κρατῇ ὅ ἥλιος Arst. — когда солнце сильнее всего печет;ἕως ἂν κρατῇ ἥ κίνησις Arst. — пока продолжается движение2) править, управлять, тж. господствовать, властвовать(Ἦλις, ὅθι κρατέουσιν Ἐπειοί Hom.; τί γὰρ πέπρωται Ζηνὴ πλέν ἀεὴ κρατεῖν; Aesch.)
κ. Ἀργείων Hom. — царствовать над аргивянами;κ. ἀνδράσι καὴ θεοῖσι Hom. — властвовать над людьми и богами;ὅ κρατῶν Soph. — правитель, хозяин;ἥ κρατοῦσα Aesch. — госпожа, хозяйка3) иметь право(τοῦ ἀντιλέξαι Soph.)
4) овладевать, захватывать(τῆς ἀρχῆς Her.; πᾶσαν αἶαν Aesch.; τῆς θαλάττης Plat.)
5) схватывать(τινα и τι χειρός τινος NT.)
6) усваивать, переваривать(τροφέ κρατηθεῖσα Plut.)
7) держать в своей власти, владеть, занимать(κέρατα τοῦ ὄρους Xen.)
8) держать(χειρί τι Batr.; τινα Polyb.; τι ἐν τῇ δεξιᾷ NT.)
9) удерживать, задерживать(τι NT.)
10) управлять, владеть, сдерживать(ἡδονῶν καὴ ἐπιθυμιῶν Plat.)
κ. ἑαυτοῦ Luc. — владеть собой11) получать или иметь перевес, брать верх, одолевать, побеждать(ἱπποδρομίᾳ Pind.; τῇ μάχῃ Eur. и τέν μάχην Diod.; ἀγῶνα Dem.; τῶν ἐναντίων Arst.; τῶν πολεμίων Plut.)
ὅ κρατῶν Xen. — победитель;ὅ κρατούμενος Arst. — побежденный;οἱ Ἀθηναῖοι πολλῷ ἐκράτησαν Her. — афиняне одержали решительную победу;ἐκράτεε τῇ γνώμῃ Her. — его мнение одержало верх;τῆς διαβολῆς κρατήσειν μετὰ τοῦ ἀληθοῦς Lys. — опровергнуть клевету истиной;κρατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡδονῶν Plat. — предаваться наслаждениям;δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι NT. — полагая, что их желание исполнилось12) добиться, настоять13) входить в силу, крепнуть, укореняться(νόμιμα τὰ Χαλκιδικὰ ἐκράτησεν, sc. ἐν τῇ Ἱμέρᾳ Thuc.)
κρατεῖ φήμη Polyb. — распространяется слух14) быть правымὁ μέ πειθόμενος κρατεῖ Plat. — кто не поверит (неумелому оратору), будет прав
15) твердо держаться (чего-л.), следовать (чему-л.), соблюдать16) impers. быть лучшим -
4 ἐφ-άπτω
ἐφ-άπτω, ion. ἐπάπτω, 1) daran heften, knüpfen (nach Phot. eigtl. ἐπὶ τοῦ δῆσαι λελυμένον τὸν ἱμάντα τοῦ ὑποδήματος, zubinden); μὴ καϑέλοι μιν αἰὼν πότμον ἐφάψαις ὀρφανόν, ein kinderloses Geschick verhängend, Pind. Ol. 9, 64; so pass., Τρώεσσι δὲ κήδε' ἐφῆπται, Il. 2, 15, es ist über sie verhängt, u. öfter, gew. vom bevorstehenden Unglück, wie Il. 6, 241, ὡς ἤδη Τρώεσσιν ὀλέϑρου πείρατ' ἐφῆπται 7, 402; ähnlich ἐξ ἧς ἀϑανάτοισιν ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται 21, 513; τοὔργον ὡς ἐφάψειεν τόδε, d. i. unternehmen, Soph. Trach. 929, vgl. λύουσα ἢ 'φάπτουσα Ant. 40, l. d. – 2) med., Etwas berühren, anfassen, ergreifen, gew. τινός τινι, Etwas womit, ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο, wenn du erfaßt haben wirst, Od. 5, 348; ὀχέων χερί Pind. P. 9, 11; σκοπιᾶς ἄλλας ποδοῖν, eine andere Warte betreten, d. i. höhern Ruhm erlangen, N. 9, 47; δῆρις ῥυσίων ἐφάψεται Aesch. Suppl. 407; ἐφάψομαι γὰρ οὐ ταύταιν μόναιν Soph. O. C. 863, Hand anlegen; ἱκέτης ἔφαψαι πατρός Ai. 1151; vgl. Eur. Ion 1057 El. 1225; τῆς κεφαλῆς ἐφήψατο Ar. Plut. 728; in Prosa nicht selten, im eigtl. Sinne u. übertr., ὁπόσοι τῶν περὶ φύσεως ἐφήψαντο ζητημάτων Plat. Legg. X, 891 c; λόγων Pind. Ol. 9, 13, μαντευμάτων τέχναις P. 8, 63, sich an Etwas machen, es unternehmen; ἐπιτηδευμάτων, Plat. Rep. III, 394 e; geistig Etwas erfassen, τοῦ ἀληϑοῠς Crat. 212 a; ἀληϑείας Tim. 90 c; mit dem Zusatz ἐπιστήμῃ Rep. VII, 534 c, wie μνήμῃ Phaedr. 253 a; αἰσϑήσει τινός Phaed. 65 d; öfter Plut. – Eigenthümlich εἴδεος ἐπαμμένος, mit Schönheit ausgestattet, begabt, Her. 1, 199. 8, 105; in Verbindung mit Etwas stehen, Antheil haben an Etwas, καϑαροῦ ἐφάπτεσϑαι Plat. Phaed. 67 b. – Pind. vrbdí es auch mit dat., οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατ' ἔπεσιν Ol. 1, 86; κελεύϑοις ἁπλόαις ζωᾶς ἐφαπτοίμαν N. 8, 36. Bei Theocr. 9, 2 ἐφαψάσϑω absol., er soll folgen, v. l. ἐφεψάσϑω.
-
5 παρα-τρέπω
παρα-τρέπω (s. τρέπω), daneben-, vorbeiwenden, -lenken; παρατρέψας ἔχε μώνυχας ἵππους, Il. 23, 398; ἐκτὸς ὁδοῦ, 423; ποταμόν, Her. 7, 128; auch λόγον, eine Rede ablenken, ihr eine andere Richtung geben, 3, 2 (vgl. D. Hal, ἐάν τι παρατρέψω τὸν λόγον ἔξω τοῦ ἀληϑοῦς, 6, 75); ξηράνας τὴν διώρυχα καὶ παρατρέψας ἄλλῃ τὸ ὕδωρ, Thuc. 1, 109; καὶ ἀποχετεύω, Plat. Legg. V, 736 b; Sp.; übertr., βελτίους ἢ παρὰ τὸ δίκαιον ὑπό τινων δώρων παρατρέπεσϑαι κηλούμενοι, Plat. Legg. X, 885 d; anderes Sinnes machen, ταχέως δὲ παρέτραπε δῶρα ϑεάων, Hes. Th. 103; Ἄργος γάρ μ' ἐπέεσσι παρατρέπει, Ap. Rh. 3, 902; vgl. Theocr. 22, 151; abändern, Her. 7, 16 u. Sp.; τὸ κατὰ τὴν διοίκησιν ἐξ ἐκείνου δι' ἅπερ εἶπον παρατραπέν, D. Cass. 43, 48; ὄνομα, App. Mithrid. 1. – Med. abschweifen, τοῠ λόγου, Xen. Oec. 12, 17; auch παρατρεπόμενος εἰς Τένεδον, Hell. 5, 1, 6.
-
6 γέλοιος
A mirth-provoking, amusing, once in Hom., Il.2.215 (in [dialect] Ep. form γελοίϊος); χρῆμα Archil.79
, cf. Hdt.8.25;Αἰσώπου τι γ. Ar.V. 566
, cf. 1259; γελοῖα jests, Thgn.311;γέλοια λέγειν Anaxandr.10
, Alex.183; opp. σπουδαῖος, X.Cyr.2.3.1, Pl.Lg. 816d;τοῦ ἀληθοῦς ἕνεκα, οὐ τοῦ γ. Id.Smp. 215a
; τὸ γ. the comic, Arist.Po. 1449a34, al.;τὰ γ. ἡδέα Id.Rh. 1371b35
; of persons, facetious,μισῶ γελοίους E.Fr. 492
;ἡδὺς καὶ γ. Aeschin.1.126
;γ. ἐστι καὶ βούλεται Pl.Smp. 213c
. Adv. .II ludicrous, absurd,Ζεὺς γ. ὀμνύμενος τοῖς εἰδόσιν Ar.Nu. 1241
;γ. ἔσομαι αὐτοσχεδιάζων Pl.Phdr. 236d
; γ. ἰατρός, διδάσκαλος, Id.Prt. 340c, R. 392d; ἐπὶ τὸ -ότερον ὅμοιος a caricature, Arist.Top. 117b17, cf. Po. 1449a36; of arguments, etc., paradoxical, Pl.Prt. 355a, Tht. 158e, etc. Adv.-οίως, ἔχειν Id.R. 528d
, cf. Arist.Mete. 362b12.—In Smp.189b, Pl. confines γ. to signf. 1, γ. εἰπεῖν ἀλλὰ μὴ καταγέλαστα. ([dialect] Att.γέλοιος A.D.Pron.50.5
, but , and so cod. R in Ar.Ach. 1058, Nu. 1241. Some Gramm. expl. γέλοιος, = γέλωτος ἄξιος, γελοῖος, = γελωτοποιός, Ammon.p.38V., EM224.43; others reversely, Et.Gud., etc.: Suid. gives both views. Phlp. ap. Eust. 906.53 wrote γελοιός, = γελωτοποιός.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γέλοιος
-
7 λογισμός
λογ-ισμός, ὁ,A counting, calculation,τῶν ἡμερῶν Th.4.122
;τυγχάνειν τοῦ ἀληθοῦς λ. Id.3.20
;ἐκ τοιοῦδε λ. ἔξεστί τῳ σκοπεῖν Id.5.68
;ἐν λ. ἁμαρτάνειν Pl.R. 340d
;ἀριθμὸς καὶ λ. Id.Phdr. 274c
;ἐπὶ λογισμὸν ἐλθόντες Id.Euthphr.7b
;καθέζεσθαι ἐπὶ τοὺς λ. Aeschin.3.59
: in pl., numbers, arithmetic,λογισμοὺς μανθάνειν X.Mem.4.7.8
;λογισμούς τε καὶ ἀστρονομίαν καὶ γεωμετρίαν.. διδάσκειν Pl.Prt. 318e
, cf. R. 510c, al.II without reference to number, calculation, reasoning,τοῦ ξυμφέροντος λογισμῷ Th.2.40
;καθιστάναι τινὰς ἐς λ. Id.6.34
;λογισμῷ ἐλάχιστα χρώμενοι Id.2.11
;ἐνδέχεταί τι λογισμόν Id.4.92
; λ. αὐτοκράτορι (v.αὐτοκράτωρ 1.4
) ib. 108;οὐ λογισμῷ δόντες τοὺς κινδύνους Lys.2.23
;λογισμὸν περί τινος ἔχειν Pl. Lg. 805a
;ὅσον ἦν ἀνθρωπίνῳ λ. δυνατόν D.18.300
, cf. 193;τοῖς λ. τοῖς ἰδίοις πταίων ἀεί Men.380
; , cf. Philem.90.10, etc.; personified, opp. Θυμός, Cleanth.Stoic. 1.129.III reasoning power, [Epich.] 257.1, Democr. 187, X.Mem.4.3.11, Epicur. Sent.16, al.: freq. in Arist., τὸ τῶν ἀνθρώπων γένος [ζῇ]καὶ τέχνῃ καὶ λογισμοῖς Metaph. 980b28
, cf. de An. 415a8, al.—Only in Prose and Com.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λογισμός
-
8 νικάω
νῑκάω, [dialect] Ion. [full] νικέω Democr.249, Herod.1.51, also GDI1413.16 (Aetol.), SIG265.4 (Delph., iv B.C.), v.l. in Apoc.2.7; [dialect] Aeol. [full] νίκημι Theoc.7.40, AP7.743 (Antip.); also in [tense] impf. νίκη cj. in Pi.N.5.5, cf. Theoc.6.46: [dialect] Ep. [tense] impf. [ per.] 1pl.Aνικάσκομεν Od.11.512
: [tense] fut. -ήσω, later- ήσομαι Hierocl.Facet.205
; [dialect] Dor. [ per.] 2sg. νικαξῇ v.l. in Theoc.21.32: [tense] pf. νενίκηκα, etc.: ([etym.] νίκη):I abs., conquer, prevail in battle, in the games, or in any contest, Il.3.439, etc.; ὁ νικήσας the conqueror, ib. 138, X.Smp.5.9, etc.; ὁ νικηθείς the conquered, Il.23.656, 663; ἐνίκησα καὶ δεύτερος καὶ τέταρτος ἐγενόμην I won the first prize [at Olympia], etc., Th.6.16, cf. Isoc.16.33: [tense] pres.freq. in sense, to be (or be proclaimed) conqueror, Pi.O.9.112, 13.30, cf. X.Cyr.8.2.27, An.2.1.1; νικᾶν πᾶσι τοῖς κριταῖς or ἑνὶ κριτῇ in their opinion, Ar.Av. 445, 447; πολὺ ν. win a decisive victory, Th.7.34, etc.;τὰ πάντα ν. X.An.
l.c.: freq. c. dat. modi, πυγμῇ in boxing, Il.23.669;ναυμαχίῃ Hdt.7.10
.β';ἵππῳ Id.6.122
; , etc.;ἵππῳ ἢ συνωρίδι ἢ ζεύγει Pl.Ap. 36d
;λαμπάδι And.4.42
, etc.: c. acc. cogn. in same sense, πάντα ἐνίκα he won all the bouts, Il.4.389, 5.807; τὰ κοῦφα, τὰ μείζοναν., E.Alc. 1029, 1031;τῶν παλαισμάτων ἓν ν. Pl.Phdr. 256b
;ἅρμα ν. Pi.I.4(3).25
;παγκράτιον Th.5.49
; ναυμαχίαν, μάχας, Id.7.66, Isoc.12.257, etc.: freq. ν. Ὀλύμπια to be conqueror in the Olympian games, Th.1.126;τὠλύμπια Timocl.8.17
;τὰ Παναθήναια Pl. Ion 530b
;ν. Ὀλυμπιάδα Hdt.9.33
(alsoν. Ὀλυμπίασιν Pl.Ap. 36d
;ἐν Πυθίοισι Pi.N.2.9
): c. dat. et acc.,τὰ Πύθια τῷ τεθρίππῳ ν. D.59.33
; πολλοὺς ἀγῶνας οὐ παγκρατίῳ μόνον, κτλ., Plu.2.811d; Ὀλυμπίασι παῖδας στάδιον ν. conquer in the boys' race in the stadium at Olympia, D.58.66: c. dupl. acc., Πύθια ν. ἄνδρας Diog.Cyn. ap. D.L.6.33: also in [dialect] Att. Inscrr. c. gen.,Λεωντὶς ἀνδρῶν ἐνίκα IG2.1291
, al.: generally c. acc. cogn., νίκην ν. win a victory, E.Supp. 1060, Pl.R. 465d, etc. (cf. infr. 11); also ν. τρίποδα win it, Simon.147.2 prevail, be superior, μύθοισιν, ἔγχεϊ, Il.18.252;δόλοισι Od.3.121
; κάλλει ἐνίκα (sc. κρητήρ) Il.23.742;πᾶσαν ἀρετὴν νενικηκώς Pl.Lg. 964c
: c. part.,εὐεργετῶν ν. X.Ages.9.7
.3 of opinions, etc., βουλὴ κακὴ νίκησεν the evil counsel prevailed, Od. 10.46;τὰ χερείονα νικᾷ Il.1.576
, Od.18.404;ἐνίκα ἡ γνώμη Hdt.5.36
, cf. Th.2.12, etc.;ἡ νικῶσα βουλή E.Med. 912
; ἐκ τῆς νικώσης [γνώμης] according to the prevailing opinion, vote of the majority, X.An.6.1.18, 6.2.12;ταῦτ' ἐνίκα S.Ant. 274
; is carried,Pl.
Lg. 801a;σὺν ψάφῳ τᾷ νικεούσᾳ SIG265.4
(Delph., iv B.C.): freq. of orators,νικᾷ.. ὁ κακὸς ἐν πλήθει λέγων E.Or. 944
;ν. γνώμῃσι Hdt.3.82
(so γνώμῃ, v.l. γνώμην, Id.1.61, cf.Ar.V. 594): freq. impers., ἐνίκα (sc. ἡ γνώμη) it was resolved, c. inf., ἐνίκα μὴ ἐκλιπεῖν τὴν πόλιν it was carried not.., Hdt.6.101; , etc.; ἐνίκησε.. λοιμὸν εἰρῆσθαι it was the prevailing opinion that.., Th.2.54; ἐν δημοκρατίᾳ νικᾷ ζῆν it is preferable.., Pl.Plt. 303b.4 c. inf., succeed in..,ἐνίκησε σκορπίσαι Psalm.Solom.4.13
.5 as law-term, ν. τὴν δίκην win one's cause, E.El. 955, cf. Ar.V. 581; simply ([place name] Gortyn), Arist.Ath.42.1, Rh.Al. 1433a6, PHal.1.58 (iii B.C.), etc.;νικήσεις ἐν τῷ κρίνεσθαί σε Ep.Rom.3.4
:—[voice] Pass., c. gen., (Crete, v B.C.); v. infr. 11.II c. acc., conquer, vanquish,Ἕκτορα Il.7.192
, etc.: freq. c. dat. modi,μάχῃ ν. Ἀχαιούς 16.79
;ἀγορῇ ν. υἷας Ἀχαιῶν 2.370
;πόδεσσι δὲ πάντας ἐνίκα 20.410
; ; πάντα ν. ἄνδρα.. κακοῖσιν surpass him in miseries, E.Hec. 659;ν. τινὰ ἔν τινι Pl.Smp. 213e
, etc.; μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον excels the whole account, S.OC 1224 (lyr.);νίκα ἐν τῷ ἀγαθῷ τὸ κακόν Ep.Rom.12.21
: c. acc. cogn.,μάχην ν. τινά Isoc. 8.58
, Aeschin.3.181, etc.:—[voice] Pass.,ἔστιν ἃ τῶν ἄθλων δὶς ἕκαστος ἐνικήθη X.HG4.5.2
: c. part.,ν. ἀλεξόμενός τινα Id.An.1.9.11
, etc.b as law-term (cf. 1.5),νίκης τήν μιν ἐγὼ νίκησα Od.11.545
:—[voice] Pass.,ἧ δέ κα νικαθῇ Leg.Gort.1.23
, al.; also of objects in dispute, damages, etc., recover, ib.1.28, al.:—[voice] Pass., to be assigned, adjudicated, ib.1.55.2 generally, overpower, esp. of passions, etc.,νόον νίκησε νεοίη Il.23.604
;μὴ φόβος σὲ νικάτω φρένας A.Eu.88
, cf. 133;[φύσις] νικᾷ τῷ ἥσσονι τὸ μεῖζον τῆς ἐλπίδος Democr.176
; βαρεῖαν ἡδονὴν νικᾶτέ με grievous is the pleasure ye win prevailing over me, S.OC 1204: c. inf., μηδ' ἡ βία σε.. νικησάτω τοσόνδε μισεῖν let not violence prevail on thee to.., Id.Aj. 1334: with gen. of comparison, νικᾷ γὰρ ἁρετή με τῆς ἔχθρας πολύ weighs with me more than enmity, from the compar. force in νικᾷ, ib. 1357 codd.3 [voice] Pass., to be vanquished, Hom. only in part. νικηθείς (v. supr. 1.1); νικᾶσθαι ὕπνῳ, κέρδεσιν, A.Ag. 291, 342; ; ; alsoὑπὸ τοῦ κακοῦ Th.2.51
;πρὸς ἱμέρου S.Fr.932.4
, etc.: sts. c. gen.,ἱμέρου νικώμενος A.Supp. 1005
;αὐτῆς <τε> τῆς δίκης.. αὐτοῦ τε τοῦ ἀληθοῦς νικᾶσθαι Antipho 5.87
: freq. of persons, νικᾶσθαί τινος, with gen. of comparison, to be inferior, yield to, S.Aj. 1353, E.Med. 315, Cyc. 454; ξείνων νενίκανται θύραι the doors give way to the guests, Pi.N.9.2;ἢν τοῦτο νικηθῇς ἐμοῦ Ar.Nu. 1087
. -
9 μειόω
μειόω, kleiner machen, verringern, verkleinern, μηδὲν μείου τοῠ ἀληϑοῦς τὰ τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 6, 3, 17, stelle es nicht geringer dar; τὸ γεγενημένον, im Ggstz von μεγαλύνομαι, Hier. 2, 171 Ggstz von αὔξω, Pol. 9, 20, 3; D. Hal. 4, 16; häufiger im pass. weniger, auch geringer, schlechter werden, abnehmen, Plat. Crat. 409 c; Xen. Mem. 2, 7, 9; πάντες τὴν διάνοιαν μειοῦνται, 4, 8, 1; οἱ οἶκοι μειοῦνται, Oec. 2, 15; τινός, nachstehen, Cyr. 7, 5, 65; Luc. merc. cond. 27.
-
10 θεᾱτής
θεᾱτής, ὁ, Zuschauer; Eur. Ion 301; Ar. Nubb. 575; Thuc. 3, 38; übertr., τοῦ ἀληϑοῦς Arist. eth. 1, 7; ion. ϑεητής, Her. 3, 139.
-
11 ελεγχω
(fut. ἐλέγξω, aor. ἤλεγξα; pass.: fut. ἐλεγχθήσομαι, aor. ἠλέγχθην, pf. ἐλήλεγμαι)1) покрывать позором, посрамлять(τινά Hom.)
ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν Xen. — он будет посрамлен и осмеян2) одолевать, побеждать, aor. превзойти(ἐλέγξαι τινὰ ὠκύτητι Pind.)
3) отвергать с презрением, aor. пренебречь(μῦθόν τινος Hom.)
4) отвергать, отклонять(τὰ φίλτατα ἐληλεγμένα Luc.)
τούτων μητ΄ ἐλεγχθέντων μηθ΄ ὁμολογηθέντων Plat. — поскольку все это и не отвергнуто, и не принято5) опровергать, возражать(τοῦτ΄ ἐλεγξαι πειράσομαι πρῶτον, ἐφ΄ ᾧ φρονεῖ μάλιστα Dem.)
διαφυγεῖν τὸ ἐλεγχθῆναι Arst. — ускользнуть от возражений (противника);ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἔστι καὴ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τέν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Arst. — если что-л. (вообще) может быть доказано, то может быть опровергнут и тот, кто утверждает нечто, противоположное истине6) (из)обличать, уличатьοὐκ ἔχειν ἔτι ἐλεγχομένους ἀρνέεσθαι Her. — (рассказывают), что они, будучи уличены, не могли больше отпираться;
ἐ. σὺν νεορρύτῳ ξίφει Aesch. — поймать на месте преступления с обнаженным мечом7) порицать, обвинять(τινά τι Plat., τινὰ περί τινος Arph. и τινὰ ποιεῖν τι Eur.)
περί τινα ἐ. Dem. — обвинять кого-л. (на суде);φύλαξ ἐλέγχων φύλακα Soph. — так как один страж сваливает вину на другого;ἐ. αὑτὸν τοῖς Συρακουσίοις παρεῖχεν Plut. — он дал сиракузцам повод выступить против него с обвинениями;ἠλέγχετο κατέχειν ἑαυτὸν οὐ δυνάμενος Plut. — его порицали за то, что он не умел сдерживать себя8) расспрашивать(τινά Aesch.)
τάς τε πρόσθεν, τάς τε νῦν ἐ. πράξεις Soph. — расспрашивать и о прошлом, и о настоящем;ἐλέγξαι τινὰ τεκμηρίῳ, εἰ … Dem. — на основании вещественных доказательств узнать у кого-л., действительно ли …;τί ταῦτ΄ ἄλλως ἐλέγχεις ; Soph. — к чему эти твои бесполезные вопросы?9) допрашивать(τοὺς αἰχμαλώτους Xen.)
10) исследовать, испытывать, проверять, разбирать(πάσαις βασάνοις τι Plat.)
11) доказывать, показывать(τὰ ἔργοις ἐληλεγμένα Plat.)
αὐτὸ τὸ ἔργον ἐλέγχει Thuc. — дело само говорит за себя -
12 εφαπτω
Iион. ἐπάπτω [ἅπτω I]1) досл. привязывать, прикреплять, закреплять, перен. совершать, делать(ἔργον τι κατ΄ ὀργήν Soph.)
ἐφάψαι πότμον ὀρφανόν Pind. — обречь на бездетность;λύων ἂν ἢ ἐφάπτων (v. l. ἅπτων ἂν ἢ λύων) Soph. — развязывая ли, или связывая, т.е. поступая таким ли образом, или противоположным;pass. — быть укрепляемым, предопределяемым:Τρώεσσι κήδεα или ὀλέθρου πείρατα ἐφῆπται или ἐφῆπτο (ppf. pass.) Hom. — над троянцами нависла гибель;ἀθανάτοιοιν ἔρις καὴ νεῖκος ἐφῆπται Hom. — раздор и распря стали уделом бессмертных;εἴδεος ἐπαμμένος Her. — наделенный красотой;ἁπάσης ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα Plat. — то, что связано со всеми этими обстоятельствами2) med. (со)прикасаться, хвататься(τινος Arph., Arst., Plut. и τινος χερί Pind.)
ξίφους ἐ. Aesch. — хвататься за меч;ἐ. τινος τέν διάνοιαν Arst. — размышлять о чем-л.;χείρεσσιν ἐφάψασθαι ἠπείροιο Hom. — ухватиться руками за сушу, т.е. доплыть до берега;σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν Pind. — взойти на новую вершину3) med. (при)касаться, достигать(κελεύθοις ἁπλόαις τινός Pind.; τοῦ ἀληθοῦς Plat.)
4) med. захватывать(ῥυσίων Aesch.; τῶν Ἐρεχθεϊδᾶν δόμων Eur.)
5) med. постигать6) med. быть прикосновенным, причастным(ἀκράντοις ἔπεσι Pind.; τῶν περὴ φύσεως ζητημάτων Plat.)
ἐφάψασθαι τῶν σπονδῶν Plut. — принять участие в заключении перемирияII[ἅπτω II] зажигать, pass. загораться(ὥστε πῦρ ἐφάπτεται ὕβρισμα Eur. - v. l. ὑφάπτεται)
-
13 θεατης
ион. θεητής - οῦ ὅ1) досл. зритель, тж. свидетель, слушатель Eur., Arph., Arst.2) обозреватель(τῆς χώρης Her.)
3) созерцатель(τοῦ ἀληθοῦς Arst.; τῆς ἀρετῆς Plut.)
-
14 μεταλλεία
μεταλλ-εία, ἡ,A searching for metals and the like , mining, Pl.Criti. 114e, Lg. 842d (pl.), Str.3.2.9, al.: in pl., concrete, mines, Id.3.2.3.4 metaph.,μεγαλόδωρος ἡ μ. τοῦ ἀληθοῦς Max.Tyr.17.2
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μεταλλεία
-
15 σοφός
A skilled in any handicraft or art, clever, ἁρματηλάτας ς. Pi.P.5.115, cf. N.7.17;κυβερνήτης A.Supp. 770
; ;οἰωνοθέτας S.OT 484
(lyr.); of a sculptor, E.Fr. 372; even of hedgers and ditchers, Margites Fr.2; but in this sense mostly of poets and musicians, Pi.O.1.9, P.1.42, 3.113; ἐν κιθάρᾳ ς. E.IT 1238 (lyr.), cf. Ar.Ra. 896 (lyr.), etc.; τὴν τέχνην -ώτερος ib. 766; ; γλώσσῃ ς. S.Fr.88.10;σοφὸς ὁ πολλὰ εἰδὼς φυᾷ, μαθόντες δὲ λάβροι Pi.O.2.86
.2 clever in practical matters, wise, prudent, ὁ χρήσιμ' εἰδώς, οὐχ ὁ πόλλ' εἰδώς, ς. A.Fr. 390; esp. statesmanlike, in which sense the seven Sages were so called, Dicaearch. ap.D.L.1.40: hence, shrewd, worldly-wise, Thgn.120, Pi.I.2.12, Hdt. 3.85;σ. ἄνδρες εἰσὶ Θεσσαλοὶ Id.7.130
;σ. παλαιστὴς.., ἀλλὰ χαἱ χαἱ σοφαὶ γνῶμαι.. ἐμποδίζονται S.Ph. 431
, cf. 440, Aj. 1374; πολλὰ ς. A.Ag. 1295; ἃ δεῖ ς. E.Ba. 655 sq.;τῶν λεγομένων πονηρῶν μέν, σοφῶν δέ Pl. R. 519a
: alsoσοφαὶ πραπίδες Pi.O.11(10).10
; : even of animals, X.Cyn.3.7 ([comp] Comp.), 6.13 ([comp] Sup.);σ. πειθώ Pi.P.9.39
codd. ( σοφοῖς Bgk.); : τὸ ς. my little trick, Pl.R. 502d; your clever notion, Id.Euthd. 293d; τἀπ' ἐμοῦ σοφά, δάκρυα my tears, all the resources that I have, E.IA 1214; εἰ δίκαια, τῶν σοφῶν κρείσσω τάδε better than all craft, S.Ph. 1246; σοφόν [ἐστι] c. inf., E. Hec. 228.b more generally, learned, wise,τὸ μὲν σ. [αὐτὸν] καλεῖν ἔμοιγε μέγα εἶναι δοκεῖ καὶ θεῷ μόνῳ πρέπειν Pl.Phdr. 278d
, cf. 279c, Prt. 329e, Ap. 21a ([comp] Comp.), 22c ([comp] Sup.); opp. ἀμαθής, ib. 25d ([comp] Comp.); of sophists, ib. 20a, Prt. 309d, X.Mem.2.1.21, etc.; universally and ideally wise,ὁ σ., τουτέστιν ὁ τὴν τοῦ ἀληθοῦς ἐπιστήμην ἔχων Chrysipp.Stoic.2.42
, cf. 3.167, al.: later σοφώτατος as a title, esp. of lawyers or professors, PIand.16.4 (v/vi A.D.), POxy.126.6 (vi A.D.).3 subtle, ingenious, opp. ἀμαθής ( 1445 ) and σαφής, Ar.Ra. 1434 (Adv.);σοφόν τοι τὸ σαφές, οὐ τὸ μὴ σαφές E.Or. 397
; τὸ σοφὸν οὐ σοφία wisdom overmuch is no wisdom, Id.Ba. 395 (lyr.); τί οὖν ἦν τοῦτο; οὐδὲν ποικίλον οὐδὲ σοφόν nothing curious or recondite, D.9.37.—For the senses of ς., v. Arist.EN 1141a10.—mostly abs., but c. acc. rei, E.Ba. 655, Pl.Phlb. 17c, etc.; also ἐν οἰωνοῖς, κιθάρᾳ, E. IT 662, 1238 (lyr.); ([comp] Sup.); περί τι or τινος, Pl.Smp. 203a, Ap. 19c: rarely c. gen.,σοφὸς κακῶν A.Supp. 453
: also c. inf., πῶς δῆτ' ἔγωγ' ἂν.. Διὸς γενοίμην εὖ φρονεῖν σοφώτερος; S.Fr.524.7.II of things, cleverly devised, wise,νόμος Hdt.1.196
([comp] Sup.); νοήματα, ἔπεα, Pi.O.7.72 ([comp] Sup.), P.4.138, etc.; ; ; πάντα προσφέρων σοφά all wise sayings, Id.Fr. 763, cf. Ph. 1245; ; ;σ. φυγή Id.Supp. 151
; οὐδὲν σοφὸν εἶναι shows no great wisdom, Arist.EN 1137a10.III Adv. σοφῶς cleverly, wisely, etc., first (?) in S.(?)Fr. 1122; then in E.Alc. 699, Ba. 1271 codd., Heracl. 558, Ar.Ra. 1434, etc.: [comp] Comp. : [comp] Sup. , Ar.Nu. 522:— σοφῶς, as an exclamation of applause, Plu.2.45f, Mart.3.46.8, etc. (Not in [dialect] Ep., exc. in Margites l.c. and as ancient v.l. (Eust.1023.14 ) in Il.23.712; but v. σοφία, σοφίζομαι.) -
16 ἀπονεύω
A bend away from other objects towards one, turn off or incline towards,εἰς τοὐπίσω Plb.3.79.7
; : metaph.,πρὸς τὴν γεωμετρίαν Pl.Tht. 165a
;πρὸς τὸ δικολογεῖν Arist.Rh. 1355a20
;πρός τινα Plb.21.6.4
;ἐπὶ τὴν ἁρπαγήν Id.16.6.7
;ἀπὸ τοῦ ἀληθοῦς Arr.Epict.4.10.2
.II abs., hang the head, of barley, Thphr.CP3.22.2.III Astron., pass away from a cardinal point, Vett.Val.95.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπονεύω
-
17 ἐλέγχω
A , etc.: [tense] aor.ἤλεγξα Il.9.522
, etc.:—[voice] Pass., [tense] fut.ἐλεγχθήσομαι Antipho 2.4.10
, X.Mem.1.7.2: [tense] aor.ἠλέγχθην Antipho
l.c., Pl.Grg. 458a, etc.: [tense] pf. : [ per.] 3sg. ἐλήλεγκται Antiphol.c. ( ἐξ-ηλεγμένοι is f.l. in Lys. 6.44): [tense] plpf.ἐξ-ελήλεγκτο D.32.27
:—disgrace, put to shame, μῦθον ἐ. treat a speech with contempt, Il.9.522; ἐ. τινά put one to shame, Od. 21.424.—This usage is only [dialect] Ep.II cross-examine, question, Hdt.2.115, Pl.Ap. 18d, etc.;μὴ 'λεγχε τὸν πονοῦντα A.Ch. 919
;φύλαξ ἐλέγχων φύλακα S.Ant. 260
; ;Id.
OT 333, cf. 783;ἔλεγχ', ἐλέγχου Ar.Ra. 857
;ἐ. τινὰ περί τινος Id.Pl. 574
;ἕνεκά τινος Antiph.207.10
; : c. acc. et inf., accuse one of doing, E.Alc. 1058:—[voice] Pass., to be convicted, Hdt.1.24, 117; , cf. Pl.Prt. 331c, 331d: with part.,ἐλεγχθεὶς διαφθείρας Antipho 2.3.9
, cf. 2.4.10;ἐλεγχθήσεται γελοῖος ὤν X.Mem.1.7.2
.2 test, bring to the proof,ἀνδρῶν ἀρετὰν παγκρατὴς ἐλέγχει ἀλάθεια B.Fr. 10.2
; πρᾶγμ' ἐ. A.Ag. 1351 ([voice] Pass.,τὸ πρᾶγμ' ἐλεγχθέν Ar.Ec. 485
); ([voice] Pass., Id.Tht. 161e): with subject. clause, ἐ. τινά, εἰ .., A.Ch. 851, Ar.Eq. 1232.3 prove, τοῦτο ἐ. ὡς .. Pl.Phdr. 273b, cf. Sph. 256c: abs., bring convincing proof, ὡς ἡ ἀνάγκη ἐ. Hdt.2.22; αὐτὸ τὸ ἔργον ἐ. Th.6.86;περί τινος D.21.5
.4 refute, confute, τινά or τι, Pl.Grg. 470c, al., D.28.2, Luc.Nigr.4:—[voice] Pass., Pl.Tht. 162a; χρυσὸς κληῖδας ἐλέγχει proves that they avail not, AP5.216 (Paul. Sil.).b put right, correct, prove by a reductio ad impossibile,ὅσα ἔστιν ἀποδεῖξαι, ἔστι καὶ ἐλέγξαι τὸν θέμενον τὴν ἀντίφασιν τοῦ ἀληθοῦς Arist.SE 170a24
; παράδοξα ἐ. Id.EN 1146a23. -
18 ἐπιβλητικός
A apprehending directly (v.ἐπιβολή 1.2b
),τρόπος Epicur.Nat.28.6
;νοήσεις Iamb.Protr.4
; quick to apprehend,τοῦ ἀληθοῦς Alex.Aphr. in Top.584.13
, cf. Herm. in Phdr.p.113A. Adv. - κῶς by direct apprehension, Epicur.Ep.1p.12U., Phlp.in de An. 547.9, Id. in AP0.332.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβλητικός
-
19 ἐφάπτω
A bind on or to, πότμον ἐφάψαις ὀρφανόν having fixed it as his doom, Pi.O.9.60; τί δ'.. ἐγὼ λύουσ' ἂν ἢ 'φάπτουσα προσθείμην πλέον; what should I gain by undoing or by making fast [ Creon's command]? v.l. in S.Ant.40; ἔγνω.. τοὔργον κατ' ὀργὴν ὡς ἐφάψειεν τόδε he knew that she had made fast (i.e. perpetrated) the deed, Id.Tr. 933:—[voice] Pass., [ per.] 3sg. [tense] pf. and [tense] plpf. ἐφῆπται, -το, is or was hung over one, fixed as one's fate or doom, c. dat. pers.,Τρώεσσι κήδἐ ἐφῆπται Il.2.15
, cf. 6.241; , cf. Od.22.41; ἐφῆπτο ib.33;ἀθανάτοισιν ἔρις καὶ νεῖκος ἐφῆπται Il.21.513
.II [voice] Med., [tense] aor. 1 ἐφηψάμην, [ per.] 3sg.ἐφάψατο Pi.P.8.63
; lay hold of, once in Hom.,ἐπὴν χείρεσσιν ἐφάψεαι ἠπείροιο Od.5.348
, cf. Thgn.6, A.Supp. 412, etc.;ἱκέτης ἔφαψαι πατρός S.Aj. 1172
, etc.; (lyr.); partake of food, Iamb.VP3.17; treat, ἰατρῶν δίκην ἐ. Philostr.VA8.7; ἐπεί γε τοῦδ' ἐφάπτομαι τόπου reach it, E.Hel. 556;σκοπιᾶς ἐφάψασθαι ποδοῖν Pi.N.9.47
.b Geom., touch, Euc. 3 Def.3, etc.; in Arist., of a circle, pass through angular points, Mete. 376b9; of a point, lie on a circle as locus, ib. 376a6.c as lawterm, c.gen., claim as one's property, S.OC 859, Pl.Lg. 915c, GDI1883.17 (Delph.), Milet.3 No.140.29: c. dat., GDI1780.8 (Delph.).d generally, lay violent hands upon, τοίχου, ἱματίου, Pl.R. 574d.2 lay hold of or reach with the mind, attain to,τοῦ ἀληθοῦς Id.Smp. 212a
; ἐ. τινὸς μνήμῃ, αἰσθήσει, Id.Phdr. 253a, Phd. 65d;ἐ. ἀμφοῖν τῇ ψυχῇ Id.Tht. 190c
(c. acc., dub. in Lg. 664e); ἐ. λόγων touch upon, meddle with, Pi.O.9.12; ; apply oneself to,ἐξηγήσεως Gal.16.558
.3 c. dat. rei, apply oneself to, ἔπεσι, τέχναις, κελεύθοις ζωᾶς, Pi.O.1.86, P.8.63, N.8.36.4 c. gen. rei, εἴδεος ἐπαμμένος possessing a certain degree of beauty, Hdt.1.199, 8.105; τὰ ἐν τῷ μέσῳ ἁπάσης ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα [ σώματα] bodies possessing all these qualities in moderation, Pl.Lg. 728e; θηριώδους καὶ ἀλόγου μᾶλλον ἢ λογικῆς ἐφάπτεσθαι δοκεῖ φωνῆς, of the sibilant s, D.H.Comp.14.5 follow, come next, f.l. for ἐφεψάσθω, Theoc.9.2.III [voice] Pass., to be kindled: hence, blush, Id.14.23. -
20 μειόω
μειόω, kleiner machen, verringern, verkleinern; μηδὲν μείου τοῠ ἀληϑοῦς τὰ τῶν πολεμίων, stelle es nicht geringer dar; pass. weniger, auch geringer, schlechter werden, abnehmen; τινός, nachstehen
- 1
- 2
См. также в других словарях:
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
πλάνη — Παραδρομή του πνεύματος, το οποίο, κατά τη διαδρομή των ενεργειών του, χάνει την ορθή κατεύθυνση και καταλήγει να θεωρεί ως αληθινό εκείνο που είναι εσφαλμένο ή αντίστροφα. Η π. χαρακτηρίζεται από αδικαιολόγητη πίστη στην αντικειμενική αξία… … Dictionary of Greek
μεσημβρία — I Αρχαία πόλη στη θρακική παραλία του Εύξεινου Πόντου. Πρόκειται για τη βορειότερη από τις ελληνικές αποικίες, χτισμένη σε φυσικά οχυρή χερσόνησο με ασφαλισμένο λιμάνι, το οποίο της προσέφερε τη δυνατότητα να αναπτύξει αξιόλογη ναυτική και… … Dictionary of Greek
Μακράκης, Απόστολος — (Σίφνος 1831 – Αθήνα 1905). Ιεροκήρυκας, φιλόσοφος και θεολόγος. Το 1862 πήγε στο Παρίσι ως ιδιωτικός παιδαγωγός και εκεί μελέτησε τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, από τον Ντεκάρ έως τον Χέγκελ, και έγραψε τρεις φιλοσοφικές διατριβές: Περί της… … Dictionary of Greek
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek
εφάπτομαι — (ΑΜ ἐφάπτομαι και ἐφάπτω, ιων. τ. ἐπάπτω) μέσ. 1. εγγίζω κάτι στην εξωτερική του επιφάνεια, έρχομαι σε επαφή με κάτι, πιάνω, ακουμπώ σε κάτι («τοίχων ἐφαψάμενος», Φιλοστόργ.) 2. μαθημ. ακουμπώ, έχω ένα κοινό σημείο με κάποια καμπύλη νεοελλ. (το… … Dictionary of Greek
ГАРМОНИЗАЦИЯ ЕВАНГЕЛЬСКАЯ — лит. жанр согласования евангельских сообщений о жизни Господа Иисуса Христа. Термин впервые использован А. Осиандером в качестве названия его соч. «Harmonia evangelica» (1537). Древняя Церковь Гармонизация как решение проблемы различий между… … Православная энциклопедия
μεταλλεία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 326 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Οπουντίων. * * * η (Α μεταλλεία) [μεταλλεύω] η αναζήτηση μετάλλων στο έδαφος, μετάλλευση («ὅσα ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα… … Dictionary of Greek
αληθολάτρης — ο (θηλ. ισσα) αυτός που αγαπά την αλήθεια, ο λάτρης της αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αληθής + λάτρης, ο λάτρης «τού αληθούς», τής αληθείας] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek